- κατακοιμητικός
- κατα-κοιμητικός, ή, όν, einschläfernd, zum Einschlafen gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατακοιμητικός — ή, ό (Α κατακοιμητικός, ή, όν) [κατακοιμητής] ο κατάλληλος να φέρνει βαθύ ύπνο, ο αποκοιμητικός, ο νανουριστικός («κατακοιμητικό άσμα») … Dictionary of Greek
κατακοιμητικά — κατακοιμητικός of neut nom/voc/acc pl κατακοιμητικά̱ , κατακοιμητικός of fem nom/voc/acc dual κατακοιμητικά̱ , κατακοιμητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)